Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καμπτήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπτήρας ο [kamptíras] Ο2 : I. (ανατ.) καθένας από τους μυς που βοηθούν στην κάμψη των αρθρώσεων. II. (αρχιτ.) η καμπή του στίβου στο αρχαίο στάδιο.

[λόγ.: I: κάμπ(τω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. νλατ. flexor· II: αρχ. καμπτήρ, αιτ. -ῆρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go