Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καμπιώτης ο.
-
- Mονομάχος, αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη μονομαχία:
- (Aσσίζ. 21511).
[<ουσ. κάμπος + κατάλ. ‑ιώτης]
- Mονομάχος, αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη μονομαχία:



