Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμινεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμινεύω [kaminévo] -ομαι Ρ5.1 : κατεργάζομαι κτ. σε καμίνι.

[λόγ. < αρχ. καμινεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες