Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καμαρωτός, επίθ.
-
- Που έχει σχήμα καμάρας, τοξοειδής:
- πύλη καμαρωτή (Παϊσ., Iστ. Σινά 240).
[μτγν. επίθ. καμαρωτός. H λ. και σήμ.]
- Που έχει σχήμα καμάρας, τοξοειδής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμαρωτός 1 -ή -ό [kamarotós] Ε1 : για κπ. που την αυτοπεποίθηση και την περηφάνια του τη δείχνει με το στητό του παράστημα και με την έκφραση του προσώπου του: Περπατάει ~ με τη στολή και με τα παράσημά του. Πήγαινε ~ με την καινούρια σάκα του στο σχολείο. Λεβεντιά καμαρωτή, επιτατικά για κπ. που τον θεωρούμε λεβέντη, τόσο για την εμφάνισή του όσο και για το χαρακτήρα του. || Kαμαρωτό περπάτημα.
καμαρωτά ΕΠIΡΡ: Οι στρατιώτες στην παρέλαση περπατούσαν ~. [καμαρώ(νω) -τός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμαρωτός 2 -ή -ό : 1. που σχηματίζει καμάρα· αψιδωτός: Kαμαρωτή πόρτα. Kαμαρωτό παράθυρο. 2. που έχει το σχήμα της καμάρας· καμπυλωτός: Kαμαρωτά φρύδια.
καμαρωτά ΕΠIΡΡ. [ελνστ. καμαρωτός]



