Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καμαριέρης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμαριέρης ο [kamarjéris] Ο11 θηλ. καμαριέρα [kamarjéra] Ο25α : υπηρέτης που φροντίζει για την τακτοποίηση των δωματίων σε ξενοδοχείο ή σε σπίτι και για την εξυπηρέτηση των προσώπων που μένουν σε αυτά.

[αντδ. < βεν. camarier(e) -ης, camariera < λατ. camara (δες στο κάμαρα)]

[Λεξικό Κριαρά]
καμαριέρης ο.
  • Θαλαμηπόλος:
    • (Eυγέν. 1317).

[<βεν. camarier. Τ. με‑ στο Βλάχ. H λ. στο Du Cange (λ. ρέριος) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go