Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμάρωμα 1 το [kamároma] Ο49 : (οικ.) το καμάρι, η περηφάνια.
[καμα ρώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμάρωμα 2 το : σχηματισμός καμάρας.
[ελνστ. καμάρωμα]



