Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλότυχα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
καλότυχα, επίρρ.
  • Ευτυχισμένα:
    • να ζήσεις και να πεθάνεις καλότυχα (Χριστ. διδασκ. 175).

[<επίθ. καλότυχος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go