Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλόβολος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλόβολος -η -ο [kalóvolos] Ε5 : για άτομο που είναι ευπροσάρμοστο και συνεννοήσιμο, που αντιμετωπίζει εύκολα και θετικά ανθρώπους και καταστάσεις. καλόβολα ΕΠIΡΡ.

[καλο- + βολ(ή) 2 -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go