Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλούμπα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλούμπα η [kalúmba] & καλούμα η [kalúma] Ο25 : ο σπάγγος του χαρταετού, που είναι τυλιγμένος σε ένα κυλινδρικό κομμάτι ξύλου: Aμολάω την ~, ξετυλίγω σιγά σιγά το σπάγγο για να σηκωθεί ο χαρταετός: Aμόλα ~, προτροπή σε κπ. που πετάει αετό και ως ΦΡ για να παρακινήσουμε κπ. να συνεχίσει κτ. που άρχισε. || (παρωχ., ναυτ.) σκοινί.

[αντδ. < ιταλ. ή βεν. caloma, caluma `επιβράδυνση του καραβιού με δέσιμο σκοινιού΄ (δες στο καλουμάρω) < υστλατ. *calauma < *chalagma < ελνστ. χάλασμα `χαλάρωμα΄ (δες και καλουμάρω, καλάρω, χαλώ) ( [m > b] ανάμεσα σε φων. ύστερα από [l] )]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go