Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοσκέφτομαι [kaloskéftome] Ρ4β : σκέφτομαι, εξετάζω κτ. με πολλή προσοχή, συνήθ. με αποτέλεσμα να μεταβάλω την αρχική μου απόφαση ή εντύπωση: Ξέρεις, το καλοσκέφτηκα και αποφάσισα τελικά να μη δεχτώ την πρότασή του. Aν το καλοσκεφτείς, θα δεις ότι δεν είναι τόσο δυσάρεστη η κατάσταση.
[καλο- + σκέφτομαι]