Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλοπόδαρος, επίθ.
-
- Που έχει καλό ποδαρικό, τυχερός:
- ας είναι καλοπόδαρο πολλά το ριζικό σας (Φορτουν. E´ 351).
[<επίθ. καλός + ουσ. ποδάρι. H λ. στο Somav. και σήμ. κρητ.]
- Που έχει καλό ποδαρικό, τυχερός:



