Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλομίλητος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
καλομίλητος, επίθ.
  • Γλυκομίλητος:
    • (Λίμπον. 161).

[<καλομιλώ (Βλάχ., Κριαρ.). H λ. στο Somav.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go