Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλολογία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλολογία η [kalolojía] Ο25 : η αισθητική του λόγου, η σπουδή του αισθητικά καλού στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο.

[λόγ. καλο- + -λογία (διαφ. το μσν. καλολογία `καλή ομιλία΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
καλολογιάζω.
  • Eξετάζω, σκέπτομαι κ. με προσοχή:
    • ας το καλολογιάσομε, με φρόνεψη ας το δούμε (Eρωτόκρ. Δ´ 1413).

[<επίρρ. καλά + λογιάζω. H λ. στο Somav.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go