Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοδιατηρημένος -η -ο [kaloδiatiriménos] Ε3 : που διατηρείται καλά. α. για κτ. που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, που δεν έχει υποστεί πολλές φθορές από την πάροδο του χρόνου: Kαλοδιατηρημένο κτίριο / αυτοκίνητο. || για τρόφιμα που δεν έχουν υποστεί αλλοιώσεις. β. για κπ. που δείχνει νεότερος από την ηλικία του: Είναι εξηντάρα, αλλά καλοδιατηρημένη.
[καλο- + διατηρημένος μππ. του διατηρώ]



