Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλογερικός, επίθ.
-
- Που ανήκει ή αναφέρεται σε καλόγερο:
- ράσο καλογερικό (Zήν. B´ 319).
[<ουσ. καλόγερος + κατάλ. ‑ικός. Τ. ‑ηρικός το 12. αι. (Meursius). H λ. στο Du Cange (λ. ‑γηρος) και σήμ.]
- Που ανήκει ή αναφέρεται σε καλόγερο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλογερικός -ή -ό [kalojerikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον καλόγερο· καλογερίστικος. || (ως ουσ.) η καλογερική, ο τρόπος ζωής του καλόγερου. ΦΡ βαριά η καλογερική, είναι δύσκολο και βαρύ το έργο που απαιτεί θυσίες και στερήσεις.
[μσν. καλογερικός < καλόγερ(ος) -ικός]



