Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλλιέργημα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλλιέργημα το [kaliérjima] Ο49 : (βιολ.) ό,τι προκύπτει από την καλλιέργεια μικροβίων.

[λόγ. καλλιεργη- (καλλιεργώ) -μα κατά τη σημ. του καλλιέργεια (διαφ. το μσν. καλλιέργημα `όμορφη δουλειά΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go