Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καληώρα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καληώρα [kalióra & kalóra] επίρρ. τροπ. : (προφ.) όπως, παραδείγματος χάρη· καλή ώρα· (πρβ. καλή του ώρα): Kάθονταν και κουβέντιαζαν ~ σαν κι εμάς / όπως ~ κι εμείς.

[φρ. καλή ώρα]

[Λεξικό Κριαρά]
καληώρα η.
  • (Mε γεν. προσώπου και το αναφορ. που) ευτυχισμένος εκείνος που …:
    • καληώρα κείνου του θνητού απού το διάβαν βρίσκει (Kυπρ. ερωτ. 15413).

[<έκφρ. καλήν ώραν. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκας Α´, κ.α.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go