Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλαμωτός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
καλαμωτός, επίθ.
  • (Προκ. για λινάρι) που απόκτησε καλάμι, ωριμασμένο:
    • (Πεντ. Έξ. IX 31).
  • Tο θηλ. ως ουσ. = πλέγμα από καλάμια που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη μεταξοσκωλήκων (Πάγκ., Πιτυκ., λ. ή):
    • (Bαρούχ. 3914).

[<καλαμώ(νω). Tο θηλ. ως ουσ. στον Ησύχιο (Κουκουλές, Αθ. 27, 1915, ΛΑ 85-6), τον Ευστάθιο (L‑S), στο Du Cange και σήμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμωτός -ή -ό [kalamotós] Ε1 : που είναι κατασκευασμένος από καλάμια. || (ως ουσ.) η καλαμωτή, κατασκευή από πλεγμένα ή από ενωμένα μεταξύ τους καλάμια, που τη χρησιμοποιούν για να φράξουν ή να σκεπάσουν κτ.

[επίθ. < ελνστ. ή μσν. ουσ. καλαμωτή `φράχτης από καλάμια΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go