Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλαμοκάνης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμοκάνης ο [kalamokánis] Ο11 θηλ. καλαμοκάνα [kalamokána] Ο25α : (μειωτ.) αυτός που έχει πόδια λεπτά σαν καλάμια, που είναι καλαμοπόδαρος.

[μσν. καλαμοκάν(ι) -ης < καλάμ(ι) 1 -ο- + καν(ί) -ι· καλαμοκάν(ης) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go