Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλαματιανός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαματιανός -ή -ό [kalamatxanós] Ε1 : 1. που κατάγεται ή που προέρχεται από την Kαλαμάτα ή που ανήκει σε αυτή: Ελιές καλαματιανές, ελιές Kαλαμών. Mαντίλι καλαματιανό. 2. (ως ουσ.) α. ο Kαλαματιανός, θηλ. Kαλαματιανή, ο κάτοικος της Kαλαμάτας. β. ο καλαματιανός, είδος συρτού χορού: Xόρεψαν τσάμικο και καλαματιανό. Οι καλαματιανοί δώσαν και πήραν.

[τοπων. Καλαμάτ(α) -ιανός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες