Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλαμίδι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμίδι το [kalamíδi] Ο44 : 1. αλιευτικό όργανο που αποτελείται από ένα καλάμι και μια πετονιά, στην άκρη της οποίας είναι δεμένο ένα μικρό μολύβι και δύο αγκίστρια· καλάμι12. 2. υφαντικό εργαλείο.

[μσν. καλαμίδι(ν) υποκορ. του ελνστ. καλαμίς (μαρτυρείται στη σημ.: `θήκη καλαμένιας πένας΄, πρβ. ελνστ. καλαμεύς `ψαράς με καλαμίδι΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
καλαμίδιν το.
  • Aλιευτικό καλάμι:
    • (Λίβ. N 2181).

[<ουσ. καλάμιν + κατάλ. ίδιν. Τ. ι στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go