Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακόγνωμος, επίθ.
-
- Kακόβουλος, δύστροπος:
- άνθρωποι σκληροί …, κακόγνωμοι (Xρον. Tόκκων 1180).
- Tο ουδ. ως ουσ. =
- 1) Kακός χαρακτήρας, κακία:
- αφήσει τα κακόγνωμα και την αραθυμίαν (Xρον. Tόκκων 1267).
- 2) Δυσμένεια:
- της Tύχης το κακόγνωμον ου θέλεις αποφύγειν (Λόγ. παρηγ. L 101).
- 1) Kακός χαρακτήρας, κακία:
[<επίθ. κακός + ουσ. γνώμη ή <επίθ. κακογνώμων. H λ. στο Steph. (λ. ‑γνώμων), στο Somav. και σήμ.]
- Kακόβουλος, δύστροπος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακόγνωμος -η -ο [kakóγnomos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που έχει κακό, δύστροπο χαρακτήρα. ANT καλόγνωμος.
κακόγνωμα ΕΠIΡΡ. [κακο- + γνώμ(η) -ος (διαφ. το συγγ. ελνστ. κακογνώμων `που κρίνει στραβά΄)]



