Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοστόμαχος, επίθ.
-
- 1) Που υποφέρει από το στομάχι:
- (Πηγά, Xρυσοπ. 120).
- 2) (Προκ. για τροφές) δύσπεπτος:
- τα κρέατα τα σα κακόψητα υπάρχουν και μάλλον κακοστόμαχα, αργά εις το χωνεύσαι (Διήγ. παιδ. 339).
[μτγν. επίθ. κακοστόμαχος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που υποφέρει από το στομάχι:



