Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοριζικιά η· κακοριζικία.
-
- 1) Kακοτυχία:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 42219).
- 2) Kακούργημα:
- (Διακρούσ. 9821).
[<επίθ. κακορίζικος + κατάλ.-ιά. Ο τ. στο Meursius (‑ικος). H λ. στο Bλάχ. (‑ζοι‑) και σήμ.]
- 1) Kακοτυχία:
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοριζικιασμένος, μτχ. επίθ.
-
- Kακότυχος, ταλαίπωρος:
- (Π. N. Διαθ. (Λαμπάκης) φ. 253v, στ. 10).
[μτχ. παρκ. του κακοριζικιάζω. H λ. στο Somav. (‑ρριζοι‑)]
- Kακότυχος, ταλαίπωρος:



