Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακοπληρωτής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοπληρωτής ο [kakoplirotís] Ο7 : αυτός που δεν είναι συνεπής στις οικονομικές υποχρεώσεις του, αυτός που αρνείται ή που με διάφορες προφάσεις αναβάλλει να πληρώσει ό,τι οφείλει. ANT καλοπληρωτής. || (ως επίθ.): Mου έτυχε ~ ενοικιαστής και σκέφτομαι να του κάνω έξωση. || αυτός που δε δίνει ικανοποιητικές αμοιβές.

[κακοπληρώ(νω) -τής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go