Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοπαντρεύω [kakopandrévo] -ομαι Ρ5.2 (συνήθ. παθ.) : για κάποια ή για κπ. που έκανε έναν αποτυχημένο γάμο. ANT καλοπαντρεύω.
[μσν. κακοπαντρεύω < κακο- + παντρεύω]



