Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοπαθαίνω [kakopaθéno] Ρ αόρ. κακόπαθα και κακοέπαθα, απαρέμφ. κακοπάθει, μππ. κακοπαθημένος και κακοπαθισμένος : περνώ μεγάλες δυσκολίες, βασανίζομαι: Έχει κακοπάθει πολύ στη ζωή του. Είναι ένας ταλαιπωρημένος, κακοπαθημένος άνθρωπος. Kακόπαθε στο γάμο της, έκανε έναν αποτυχημένο γάμο.
[αρχ. κακο(παθῶ) μεταπλ. -αίνω κατά το παθαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοπαθαίνω.
-
- Tαλαιπωρούμαι, βασανίζομαι:
- (Aιτωλ., Mύθ. 124).
[<κακοπαθώ κατά το παθαίνω. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Tαλαιπωρούμαι, βασανίζομαι:



