Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακοντυμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοντυμένος -η -ο [kakodiménos] Ε3 : που φοράει ρούχα παλιά, κακής ποιότητας ή άκομψα. ANT καλοντυμένος.

[μσν. κακοντυμένος < κακο- + ντυμένος μππ. του ντύνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go