Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοθελητής ο· πληθ. κακοθελητάδες.
-
- Aυτός που θέλει το κακό κάπ.:
- (Eρωφ. Δ´ 694).
[<αόρ. του κακοθελώ + κατάλ. –τής. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Aυτός που θέλει το κακό κάπ.:



