Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοβάζω [kakovázo] & κακοβάνω [kakováno] Ρ αόρ. κακόβαλα, απαρέμφ. κακοβάλει : (λαϊκότρ.) κάνω κακές σκέψεις, βάζω κακό στο νου μου, υποπτεύομαι κτ. κακό: Mην κακοβάζεις, όλα θα πάνε μια χαρά.
[κακο- + βάζω, βάνω]



