Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακοβάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοβάζω [kakovázo] & κακοβάνω [kakováno] Ρ αόρ. κακόβαλα, απαρέμφ. κακοβάλει : (λαϊκότρ.) κάνω κακές σκέψεις, βάζω κακό στο νου μου, υποπτεύομαι κτ. κακό: Mην κακοβάζεις, όλα θα πάνε μια χαρά.

[κακο- + βάζω, βάνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go