Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακάβι το [kakávi] Ο44 : (λαϊκότρ.) χάλκινη χύτρα με χερούλι για να κρεμιέται.
[μσν. κακκάβιν < ελνστ. κακκάβιον υποκορ. του αρχ. κακκάβη `τρίποδο δοχείο΄ (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακαβιά η [kakavjá] Ο24 : είδος ψαρόσουπας, από διάφορα, μικρά κυρίως ψάρια.
[κακάβ(ι) -ιά]



