Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθύβριση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθύβριση η [kaθívrisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του καθυβρίζω: H ~ θρησκεύματος είναι ποινικό αδίκημα.

[λόγ. < μσν. καθύβρισις < καθυβρι- (καθυβρίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go