Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθομολόγηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθομολόγηση η [kaθomolójisi] Ο33 : όρκος αποδοχής, ομολογία πίστης σε κάποιο ιδεώδες ή σε κπ. κανόνα: ~ διδάκτορα, ο όρκος που δίνει αυτός που ανακηρύσσεται διδάκτορας, ότι θα ζήσει και θα εργαστεί σύμφωνα με την επιστημονική δεοντολογία.

[λόγ. < αρχ. καθομολογη- (καθομολογῶ) `υπόσχομαι΄ -σις > -ση απόδ. γαλλ. profession]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go