Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθοδηγητικός -ή -ό [kaθoδijitikós] Ε1 : που καθοδηγεί, που είναι κατάλληλος για να καθοδηγεί: Ο ρόλος του δασκάλου είναι ~. Tα καθοδηγητικά όργανα του κόμματος. Στους δρόμους υπάρχουν καθοδηγητικές πινακίδες. || (μουσ.) καθοδηγητικό μοτίβο, λάιτ μοτίφ.
καθοδηγητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. καθοδηγη- (καθοδηγώ) -τικός]



