Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθηγεσία η [kaθijesía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του καθηγητή ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος: Οι σπουδές που έκανε στο εξωτερικό είχαν στόχο την ~. 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος υπηρετεί ως καθηγητής: H ~ του ήταν από τις φωτεινότερες περιόδους του πανεπιστημίου.
[λόγ. καθ(ηγητής) ηγεσία μορφολ. σφαλερός σχημ. κατά το σχ.: ηγέτης - ηγεσία απόδ. γαλλ. professorat]



