Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθαριστήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθαριστήρας ο [kaθaristíras] Ο2 : όργανο ή μηχανισμός καθαρισμού: Ο ~ του αυτοκινήτου, υαλοκαθαριστήρας.

[λόγ. καθαρισ- (καθαρίζω) -τήρ > -τήρας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go