Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθίδρυμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθίδρυμα το [kaθíδrima] Ο49 : ίδρυμα, συνήθ. εκκλησιαστικό: Tο ιερό ~ της Παναγίας της Tήνου.

[λόγ. < ελνστ. καθίδρυμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go