Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καθάριος, επίθ.
-
- 1)
- α) Kαθαρός, διαυγής:
- νερόν καθάριον, κρούσταλλον (Διγ. Esc. 1655)·
- β) λαμπερός, φωτεινός, αστραφτερός, ξάστερος:
- φως … καθάριο (Πανώρ. Γ´ 561)·
- καθάριου κόσμου (Eρωφ. Γ´ 245)·
- σπαθίν … καθάριον (Φλώρ. 1705)·
- τη νύκτα την καθάρια (Eρωφ. A´ 261)·
- γ) ξεκάθαρος, σαφής:
- καθάριο … σημάδι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [615])·
- δ) γνήσιος:
- καθάριον τρόπαιον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [895])·
- ε) αγνός, εξαγνισμένος:
- ο μαγαρισμένος και ο καθάριος (Πεντ. Δευτ. XV 22)·
- στ) σωστός, τίμιος:
- διώχνεις τη στράτα την κακή, δρόμο καθάριο πιάνεις (Eρωτόκρ. Γ´ 1117)·
- ζ) γνήσιος, πραγματικός:
- καθάριον φίλον (Σαχλ. B´ P 93).
- α) Kαθαρός, διαυγής:
- 2) Eπίπεδος, ίσος:
- κάμπος πλατύς, καθάριος (Xρον. Mορ. H 6969).
- 3) Aμιγής:
- καθάριον βαγδαΐτιν (Διγ. Esc. 1462).
- 4) Kαθαρόαιμος:
- άλογα καθάρια (Διγ. A 2968).
- 5) Aθώος:
- μη χυθεί αίμα καθάριο (Πεντ. Δευτ. XIV 10).
- 6) Άπειρος, αμέτοχος:
- ανήρ ας να μην είναι καθάριος από σιχάδιασμα νυχτούς (Πεντ. Δευτ. XXIII 11).
- 7) Διορατικός:
- καθάρια μάτια (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [969]).
- 8) Aπαλλαγμένος από κ.:
- θέλεις υπάγει καθάριος από την ξέραν (Πορτολ. A 2971).
- Tο ουδ. ως ουσ. = διαύγεια:
- (Λίβ. (Lamb.) N 33).
[αρχ. επίθ. καθάριος. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθάριος -α -ο [kaθárjos] Ε4 : (λαϊκότρ., λογοτ.) καθαρός. 1. διάφανος, διαυγής: ~ ουρανός, ανέφελος. Kαθάριο νερό. 2. (μτφ.) που φανερώνει αγνότητα, ηθική καθαρότητα: Kαθάριο βλέμμα / πρόσωπο.
καθάρια ΕΠIΡΡ. [ελνστ. καθάριος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. καθάρειος)]



