Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καζούρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καζούρα η [kazúra] Ο25α : (οικ.) πειράγματα και φάρσες που αποσκοπούν στη γελοιοποίηση ενός προσώπου και που γίνονται ομαδικά και με πολύ θορυβώδη τρόπο: H τάξη τιμωρήθηκε, γιατί έκανε ~ στο δάσκαλο. Mόλις ανέβηκε στο βήμα, το ακροατήριο άρχισε την ~.

[ίσως κάζ(ο) -ούρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go