Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καγκουρό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καγκουρό το [kaŋguró] Ο (άκλ.) : I.μαρσιποφόρο θηλαστικό της Aυστραλίας, με πολύ κοντά τα μπροστινά και πολύ μακριά τα πίσω πόδια του, που του επιτρέπουν να κινείται με πηδήματα. II. είδος θήκης για τη μεταφορά βρέφους, με ανοίγματα για να περνούν τα πόδια του, που κρεμιέται από το λαιμό αυτού που το μεταφέρει.

[λόγ. < γαλλ. kangourou, kanguroo < αγγλ. kangaroo (από γλ. ιθαγενών της Aυστραλίας)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go