Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κίχλη η [kíxli] Ο30 : (ζωολ.) η τσίχλα.
[λόγ. < αρχ. κίχλη]
[Λεξικό Κριαρά]
- κίχλη η· κίχλα.
-
- Το πουλί τσίχλα:
- (Αιτωλ., Μύθ. 313), (Πουλολ. 598).
[αρχ. ουσ. κίχλη. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Andr.)· τ. τσίχλα κοιν.]
- Το πουλί τσίχλα:



