Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κίναιδος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κίναιδος ο [kíneδos] Ο20 : (μειωτ.) ο παθητικός ομοφυλόφιλος.

[λόγ. < αρχ. κίναιδος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go