Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κάτοψη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάτοψη η [kátopsi] Ο33 : (αρχιτ.) σχέδιο που αναπαριστά σε οριζόντια τομή ένα οικοδόμημα, ένα μηχάνημα, μια κατασκευή κτλ.: Όψεις, κατόψεις, τομές. Bλέπουμε το κτίριο σε ~. || Εκκλησία με ορθογωνική ~.

[λόγ. < ελνστ. κάτοψις `όραση΄ (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go