Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κάρφος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κάρφος το.
  • Κλαδί:
    • ελαίας κάρφος (Πουλολ. 576).

[αρχ. ουσ. κάρφος. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go