Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάρπισμα το [kárpizma] Ο49 : (οικ.) καρποφορία.
[μσν. κάρπισμα < καρπισ- (καρπίζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάρπισμα το.
-
- (Πληθ.) συγκομιδή:
- όλα του τα καρπίσματα αρχίζουν να φυρούσι (Χούμνου, Κοσμογ. 179).
[<αόρ. του καρπίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ.]
- (Πληθ.) συγκομιδή:



