Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάργας ο [kárγas] Ο3 : (ειρ.) ο ψευτοπαλικαράς, κυρίως στην έκφραση (μου) κάνει τον κάργα, παριστάνει το παλικάρι, κάνει τον νταή: Mη μου κάνεις εμένα τον κάργα, γιατί δε με ξέρεις. Πολύ τον κάργα μάς κάνει.
[κάργα -ς “βαρύς”]



