Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κάππα η.
-
- Το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου:
- (Χρησμ. IX 4).
[μτγν. ουσ. κάππα το]
- Το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου:
[Λεξικό Κριαρά]
- καππαδοκικός, επίθ.
-
- Που σχετίζεται με την Καππαδοκία:
- άλας καππαδοκικόν (Ιερακοσ. 39317‑8).
[μτγν. επίθ. καππαδοκικός. Η λ. και σήμ.]
- Που σχετίζεται με την Καππαδοκία:
[Λεξικό Κριαρά]
- καππακιστά, επίρρ.
-
- Συλλαβιστά:
- την εμιλιά οπού μιλώ, καππακιστά τη βγάνω (Κατζ. Α´ 259 (έκδ. καπα‑)).
[<καππακίζω <ουσ. κάππα το + κατάλ. ‑κίζω (πβ. Θαβώρης, Δωδώνη 7, 1978, 230-2). Η λ. στο Somav.]
- Συλλαβιστά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάππαρη η [kápari] Ο32 : καθένας από τους μικρούς, πρασινωπούς, σφαιρικούς καρπούς του ομώνυμου φυτού, που διατηρούνται σε άρμη ή σε ξίδι και που χρησιμοποιούνται ως αρωματικό σε φαγητά ή σε σαλάτες. || ποσότητα από τους παραπάνω καρπούς: Γαρνίρω το ψάρι με ~. Aγοράζω ~.
[μσν. κάππαρη < αρχ. κάππαρ(ις) μεταπλ. -η]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάππαρη η.
-
- Θαμνώδες φυτό και ο καρπός του:
- (Προδρ. IV 457).
[αρχ. ουσ. κάππαρις. Η λ. στο Βλάχ. (‑ι) και σήμ.]
- Θαμνώδες φυτό και ο καρπός του:
[Λεξικό Κριαρά]
- καππαρόριζον το.
-
- Ρίζα του φυτού κάππαρη:
- (Ορνεοσ. 58314).
[<ουσ. κάππαρη + ρίζα. Η λ. στο Meursius]
- Ρίζα του φυτού κάππαρη: