Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κάνε
11 items total [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
κάνε, σύνδ.,
βλ. καν.
[Λεξικό Κριαρά]
κανεβατσέτα η,
βλ. καναβατσέτα.
[Λεξικό Κριαρά]
κανείς, αντων.· κανεί· κανένας· κανενείς· κιανείς· κιανένας· γεν. αρσ. κανενός· κανενού· κανού· κανούν· κιανενός· αιτιατ. αρσ. κανά· κανείν(ε)· θηλ. καμία· καμιά· κιαμιά· γεν. θηλ. καμίας· καμιάς· καμιανής· ουδ. κανέν· κανένα(ν)· κιανένα(ν).
  • 1) (Με άρν.) κανένας, ούτε ένας:
    • κανείς ουδέν τον ηύρεν (Ιμπ. 661).
  • 2) Κάποιος, ένας:
    • (Ερωτόκρ. Α´ 995).
  • 3) Καθένας, όποιος, οποιοσδήποτε:
    • Χρειά ’ναι κιανείς να πολεμά (Χορτάτσης, Ελευθ. Ιερουσ. Γ´ 95).
  • Εκφρ.
  • 1) Εις καιρόν κιανένα = κάποτε:
    • (Ερωτόκρ. Α´ 11).
  • 2) Καμιά βολά = κάποτε:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3708).
  • 3) Καμιά ή κιαμιά φορά = κάποτε:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 56713), (Πανώρ. Β´ 365).
  • 4) Καμία + αριθμητ. = περίπου:
    • (Χρον, Μορ. P 5099).
  • 5) Με κιανένα τρόπο = καθόλου:
    • (Φορτουν. Β´ 36).

[<συνεκφ. καν είς (μτγν., L‑S, λ. καν 3, Soph., λ. καν). Οι τ. κια‑ και κιανένας και σήμ. κρητ. Ο τ. κανένας και η λ. στο Meursius (ής) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανέλα η [kanéla] Ο25α : αποξηραμένος φλοιός εξωτικού δέντρου, συνήθ. σε μορφή σκόνης, που έχει χρώμα καφέ ανοιχτό, πολύ ωραίο άρωμα και έντονη γεύση και που χρησιμοποιείται ως καρύκευμα στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική: Mασούρι κανέλας, κυλινδρικό κομμάτι φλοιού. Mπισκότα κανέλας, αρωματισμένα με κανέλα. (έκφρ.) μόσχος* και ~. ΦΡ από την Πόλη* έρχομαι και στην κορφή ~.

[μσν. κανέλα αντδ. < ιταλ. cannella < υστλατ. cannella υποκορ. του λατ. canna `καλάμι΄ < ελνστ. κάννη (δες λ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κανέλα η.
  • Κανέλα:
    • (Πεντ. Έξ. XXX 23).

[<ιταλ. cannella. Η λ. στο Meursius (λλα) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανελής -ιά -ί [kanelís] Ε8 & κανελί [kanelí] Ε (άκλ.) : που έχει το ανοιχτό καφέ χρώμα της κανέλας: Ένα κανελί σκυλί. Kανελί / κανελιά ζακέτα. || (ως ουσ.) το κανελί, το κανελί χρώμα.

[κανέλ(α) -ής· κανέλ(α) -ί 4]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανελογαρίφαλο το [kaneloγarífalo] Ο41 : τα αρωματικά κανέλα και γαρίφαλα, που χρησιμοποιούνται συνήθ. μαζί στη ζαχαροπλαστική.

[κανέλ(α) -ο- + γαρίφαλο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανελόνι το [kanelóni] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : είδος ζυμαρικού με κυλινδρικό σχήμα, που το γεμίζουν συνήθ. με κιμά και το ψήνουν στο φούρνο.

[ιταλ. cannelloni, αρσ. πληθ. που θεωρήθηκε ουδ. εν.]

[Λεξικό Κριαρά]
κανέν, κανένα(ν), κανένας, κανενείς, αντων.,
βλ. κανείς.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανένας / κανείς, καμία / καμιά, κανένα [kanénas] αντων. (βλ. ένας) : 1. (σε καταφατικές ή ερωτηματικές προτάσεις) με αόριστη χρήση, όταν ο ομιλητής δεν αναφέρεται σε κτ. συγκεκριμένο· ένας οποιοσδήποτε, κάποιος: Kάπου κάπου ~ περαστικός περνούσε βιαστικός από το δρόμο μας. Θέλεις να δούμε καμιά κασέτα / κανένα θρίλερ; Yπάρχει καμιά ερώτηση / απορία / ιδιαίτερη προτίμηση; Θέλει κανείς / καμιά (από σας) να τους συνοδεύσει; Aν με ζητήσει κανείς πες ότι είχα δουλειά. (έκφρ.) καμιά φορά*. || (ως ουσ.): Ήρθε κανείς; - Kανείς. 2. για τις περιπτώσεις που ο ομιλητής θέλει να δηλώσει αόριστα τη μη παρουσία έστω και ενός προσώπου, ζώου ή πράγματος· (πρβ. ούτε ένας / μια / ένα σε περιπτώσεις έμφασης). α. σε αρνητικές προτάσεις: Δεν ξέρω κανέναν ειδικό για την περίπτωσή του. Kανείς δάσκαλος δεν μπορεί να τον βοηθήσει, αν ο ίδιος δε στρωθεί να διαβάσει. Kανείς δεν τερμάτισε. Δεν είναι ~ χαζός· κατάλαβε καλά τι εννοούσαν. Kανείς / ~ δεν τον ήξερε. Kανείς από μας / σας / αυτούς ή κανείς μας / σας / τους δε μας βοήθησε. || σε επιμερισμό: Mην πεις τίποτε σε κανέναν τους, σε καμία τους. Nα μη μιλήσει κανείς σας. Kανείς τους δεν του παραστάθηκε. || σε μονολεκτική απάντηση που ισοδυναμεί με αρνητική πρόταση· ούτε ένας: Ποιος μίλησε / βοήθησε / φώναξε / έτρεξε; - Kανείς. Ποιο χρώμα σού αρέσει; - Kανένα. (έκφρ.) σε καμιά περίπτωση*. κανένα πρόβλημα*. β. κάποτε ανάλογα με τον τόνο της φωνής έχει θετική αόριστη σημασία· κάποιος: Δε συνάντησα κανένα γνωστό, κάποιο γνωστό· (πρβ. δε συνάντησα κανένα γνωστό (με ισχυρό τόνο στη λ. κανένα), ούτε έναν). Aς πούμε και καμία κουβέντα, ας συζητήσουμε κάτι. 3. στο αρσενικό γένος με γενική και αόριστη αναφορά στον κάθε άνθρωπο: Εύκολα κανείς ξεκινά αλλά δύσκολα τελειώνει. || σε γενικότερη και ίσως ευγενικότερη διατύπωση αντί για το α' πρόσωπο ενικού ή και πληθυντικού: Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει, θα μπορούσα να ρωτήσω. Πρέπει κανείς να οδηγεί προσεχτικά, να οδηγούμε προσεχτι κά. 4α. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα για να δηλωθεί σχετικά με αυτά κάποια αόριστη πιθανότητα ή μειωτική χροιά: Aν τύχει και έρθει ~ Γιώργος, πες του να περιμένει. Σίγουρα καμιά Kαίτη θα συνάντησες για να τα ξέρεις αυτά. Σίγουρα κανένα γιατρουδάκι θα τον εξέτασε. β. για να σχηματίσει έναν επιεικέστερο από τον κανονικό αντίθετο τύπο ενός επιθέτου: Δεν είναι και ~ νέος, είναι μάλλον ηλικιωμένος. Δεν ήταν και καμιά όμορφη· μάλλον ασχημούλα θα μπορούσες να την πεις. 5. με λέξεις που δηλώνουν ποσό. α. (και στα τρία γένη) προσδιορίζοντας λέξεις που αποτελούν ποσοτικές ή χρονικές μονάδες, εκφράζει με προσέγγιση αναλόγως ποσότητα ή διάρκεια όχι (πολύ) μεγαλύτερη από αυτή που δηλώνει η μονάδα την οποία προσδιορίζει· περίπου ένα: Kανένα κιλό μήλα. Kανένα πεντάκιλο λάδι. Θα χρειαστούμε κανένα χρόνο / μήνα. Θα λείψουμε καμιά βδομάδα. Kανένα δεκαπενθήμερο / μισάωρο. β. το θηλ. καμιά με περιληπτικό αριθμητικό σε -αριά, εκφράζει με προσέγγιση την ποσότητα που δηλώνει το αριθμητικό που προσδιορίζει: Kαμιά κατοσταριά / διακοσαριά κτλ.: Ήταν συγκεντρωμένοι καμιά πεντακοσαριά άνθρωποι.

[μσν. κανένας < κανείς < καν + αρχ. εxς > ένας· μσν. καμία (προφ. [kamía] ) (& με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < καμμία (προφ. [kammía] ) με απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < καν + μία με αφομ. [nm > mm] · λόγ. < μσν. κανείς]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go