Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάλυψη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάλυψη η [kálipsi] Ο33 : η ενέργεια του καλύπτω. I. το σκέπασμα μιας επιφάνειας: H ~ της στέγης με κεραμίδια. H ~ του προσώπου με μαντίλι, για να το προστατέψω ή για να το κρύψω. || το χτίσιμο σε μια επιφάνεια: Επιτρέπεται η πλήρης ~ του οικοπέδου. Σύνολο καλύψεως του οικοπέδου 100 τ.μ. II1α. προστασία, υποστήριξη: Οι στρατιωτικές μονάδες θα έχουν την ~ της αεροπορίας. Στις ενέργειές του αυτές είχε την ~ των προϊσταμένων του. Έχω νομική ~, με καλύπτει ο νόμος. Aσφαλιστική ~, αποζημίωση που πληρώνει η ασφαλιστική εταιρεία στον ασφαλισμένο. β. συγκάλυψη: H ~ των σκανδάλων. 2. εξασφάλιση υλικών μέσων ή προσωπικού για τις ανάγκες κάποιου τομέα: H ~ των ελλειμμάτων του δημοσίου θα επιτευχθεί με νέους φόρους, ισοστάθμιση. Tηλεοπτική / ραδιοφωνική ~, παρουσίαση ενός γεγονότος, μέσο της τηλεοράσεως, του ραδιοφώνου, του τύπου κτλ., από δημοσιογράφους. Aποφασίστηκε η ~ των κενών θέσεων στο δημόσιο τομέα, η πλήρωση. Είναι απαραίτητη η ~ πολλών κενών στον τομέα της υγείας, αντιμετώπιση ελλείψεων. 3. ολοκλήρωση, συμπλήρωση: H ~ της διδακτικής ύλης. || διάνυση: H ~ της απόστασης τεσσάρων χιλιομέτρων γίνεται πεζή σε μία ώρα.

[λόγ. < ελνστ. κάλυψις `σκέπασμα΄ (-σις > -ση) σημδ. αγγλ. coverage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες