Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κάλλιον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κάλλιον, επίρρ.· κάλλιο· καλλιό· καλλίον· καλλιόν· συγκρ. καλλιότερο.
  • 1) Kαλύτερα:
    • κάλλιον να μη είχα γεννηθεί εις τον παρόντα κόσμον (Φλώρ. 1533
    • φρ. έχω κάλλιο = προτιμώ:
      • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 31224).
  • 2) Περισσότερο:
    • έως τριάκοντα χιλιάδες, και κάλλιον (Byz. Kleinchron. A´ 51038).

[αρχ. επίρρ. κάλλιον. Ο τ. ο και σήμ. H λ. και ο τ. όν και σήμ. κυπρ. (Χατζ., Λεξ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go